- τραβηχτός
- [травихтос] εκ. вытянутый, вытащенный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τραβηχτός — ή, ό, Ν [τραβώ] 1. τεντωμένος 2. αυτός ο οποίος μπορεί να τραβηχθεί, να συρθεί προς ορισμένη κατεύθυνση 3. το θηλ. ως ουσ. η τραβηχτή η υφαρπαγή χρημάτων, η λήψη χρημάτων με κολακεία ή με εκβιασμό 4. το ουδ. ως ουσ. το τραβηχτό το σχοινί με το… … Dictionary of Greek
τραβηχτός — ή, ό επίρρ. ά 1. τραβηγμένος, τεντωμένος: Τραβηχτό ράψιμο. 2. το ουδ. ως ουσ., τραβηχτό, το λουρί ή σκοινί με το οποίο το ζώο τραβά το κάρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραβηχτικός — και τραβηκτικός, ή, ό, Ν [τραβηχτός] 1. αυτός που τραβάει, που προσελκύει το ενδιαφέρον (α. «τραβηχτικός άντρας» β. «τραβηχτική γυναίκα») 2. το θηλ. ως ουσ. η τραβηκτική η συναλλαγματική 3. φρ. α) «τραβηκτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα τμηματικής… … Dictionary of Greek